Υπήρξαν στιγμές, που η Ελλάδα μας, βρέθηκε σε κίνδυνο και όλα φάνταζαν δυσοίωνα. Σε αυτές τις στιγμές, πάντα εμφανίζονταν γενναίοι και αγνοί Έλληνες, που φλογιζόταν η ψυχή τους από τις αιώνιες αξίες του Ελληνισμού: το Χριστό[1] και την Ελλάδα. Υπερασπίστηκαν ανιδιοτελώς την Πατρίδα[2] και αντιστάθηκαν δίχως φόβο στους εχθρούς της. Δεν υπολόγισαν τίποτε. Ούτε τα εγκόσμια, ούτε καν τον εαυτό τους.
Στις 2 Αυγούστου 1996, περίπου 200 μοτοσυκλετιστές από 12 ευρωπαϊκές χώρες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσυκλετιστών και οργάνωσαν μοτοπορεία από την πύλη του Βρανδεβούργου στο Βερολίνο ως την κατεχόμενη Κερύνεια, με αφορμή την 22η επέτειο από την τουρκική εισβολή στην Μεγαλόνησο. Στην πορεία συμμετείχε και αριθμός ξένων μοτοσικλετιστών από τρίτες χώρες. Στις 10 Αυγούστου, έχοντας διασχίσει την Ευρώπη, έφτασαν στην Κύπρο και ενώθηκαν με τους Κύπριους Έλληνες συναδέλφους τους στον Λευκόθεο, όπου θα γινόταν εκδήλωση πριν από την έναρξη της τελικής πορείας. Η Κυπριακή Ομοσπονδία Μοτοσυκλετιστών, όμως, κατόπιν διεθνών και εσωτερικών πιέσεων, αναγκάστηκε να ακυρώσει το σκέλος της διαμαρτυρίας εντός της Κύπρου και διοργάνωσε την κεντρική της εκδήλωση στο Μακάριο Στάδιο το πρωί της 11 Αυγούστου.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Την 1η Ιανουαρίου 1067 ο Ρωμανός Δ΄ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Το 1064, ως Δούκας της Σαρδικής (Σόφια)[3], απέκρουσε τις επιδρομές των Πετσενέγων[4], απωθώντας τους πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη) ενώ τιμήθηκε με τον τίτλο του Βεστάρχη[5]. Συνωμότησε για να απομακρύνει από την εξουσία τους αριστοκράτες του παλατιού, που τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη δραματική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ρωμανία. Όμως προδόθηκε και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Σύγκλητο να δικασθεί. Τελικά υπό το φόβο της λαϊκής εξέγερσης αν καταδικαζόταν, ο Ρωμανός Διογένης αθωώθηκε. Αργότερα νυμφεύθηκε την αυτοκράτορα Ευδοκία[6] και έγινε συναυτοκράτορας. Ήταν 1η Ιανουαρίου 1067 όταν ο Ρωμανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.
Ο Ιωάννης (Ίων) Δραγούμης γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου (π.η.)/14 Σεπτεμβρίου 1878 στην Αθήνα, με καταγωγή από το Βογατσικό της Καστοριάς, και ήταν το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά του Στέφανου Δραγούμη[1] και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη.
Σπούδασε Νομικά στο Παρίσι και πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο ως δεκανέας. Μόλις τελείωσε τη στρατιωτική θητεία του, εργάστηκε ως διπλωμάτης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Κυρός Δωρόθεος Γ΄ (κατά κόσμον Ιωάννης Κοτταράς του Γεωργίου) γεννήθηκε στην Ύδρα το 1888. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στον τόπο καταγωγής του, αλλά σε μικρή ηλικία η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά, όπου και τελείωσε τις σπουδές του, κάτω από πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Σε νεαρή ηλικία εργάστηκε ως δάσκαλος στο Ξηροκάμπη της Σπάρτης. Το 1909, τελείωσε αριστούχος την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο, χειροτονήθηκε Διάκονος με το όνομα Δωρόθεος, από τον Μητροπολίτη Ύδρας και Σπετσών Ιωάσαφ και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Παράλληλα, εργαζόταν ως υπάλληλος στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο και φοιτούσε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε αριστούχος, το 1921. Το 1920, εδιορίσθη καθηγητής στην Μέση Εκπαίδευση.
Τον Ελευθέριο Χανδρινό θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε «Θεμιστοκλή της Πάφου», διότι μεγαλούργησε στην Πάφο και στην συνέχεια διώχθηκε από τα μεταπολιτευτικά καθεστώτα του Κωνσταντίνου Καραμανλή και των «απογόνων» του, όπως και ο μεγάλος Σαλαμινομάχος Θεμιστοκλής από την αρχαία Αθήνα.
Ο Ελευθέριος Χανδρινός γεννήθηκε στην Κομοτηνή στις 18 Σεπτεμβρίου 1937, με καταγωγή από την Κέρκυρα και ήταν το δεύτερο παιδί του Κωνσταντίνου Χανδρινού και της Μαρίας Δραζίνου.
Στις 27 Ιουλίου 1994, απεβίωσε. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 57 ετών.
Τον Ελευθέριο Χανδρινό θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε «Θεμιστοκλή της Πάφου», διότι μεγαλούργησε στην Πάφο και στην συνέχεια διώχθηκε από τα μεταπολιτευτικά καθεστώτα του Κωνσταντίνου Καραμανλή και των «απογόνων» του, όπως και ο μεγάλος Σαλαμινομάχος Θεμιστοκλής από την αρχαία Αθήνα.
Ο Ελευθέριος Χανδρινός γεννήθηκε στην Κομοτηνή στις 18 Σεπτεμβρίου 1937, με καταγωγή από την Κέρκυρα και ήταν το δεύτερο παιδί του Κωνσταντίνου Χανδρινού και της Μαρίας Δραζίνου. Τα πρώτα του χρόνια τα έζησε στην Κέρκυρα. Κατόπιν, το 1951, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, στην οδό Πάφου, όπου ο Χανδρινός τελείωσε την βασική Εκπαίδευση. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1954, ο Χανδρινός εισήχθη στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, απ’ όπου απεφοίτησε με το βαθμό του Μάχιμου Σημαιοφόρου στις 29 Σεπτεμβρίου 1958. Η αποφοίτησή του τον βρίσκει στην ΔΠΑ (Διοίκηση Πλοίων Αποβάσεως). Τον ίδιο χρόνο, συμμετείχε στους ιστιοπλοϊκούς αγώνες του Ναυτικού Ομίλου Πειραιώς, στους οποίους ανεδείχθη νικητής[1].
Η Κύπρος από τα αρχαία χρόνια είναι Ελλάδα και στην Ελλάδα ανήκει.
Εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε ξεχάσει την αξία αυτού του αγιασμένου νησιού για την Ελλάδα μας.
Την προδώσαμε! Την προδίδουμε μέχρι και σήμερα! Ας σταματήσουμε πιά να την προδίδουμε.
Στην Κύπρο μας, τα τελευταία χρόνια, έχουν διαπραχτεί εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε βάρος του Ελληνικού λαού και απ’ τους Αγγλοσάξονες και απ’ τους Τούρκους.
Μία είναι η λύση για αυτό το πολύπαθο Ελληνικό νησί. Ελευθερία και Ένωση με τη μητέρα Πατρίδα. Πρέπει επιτέλους να παρθούν γενναίες αποφάσεις, να χαραχθούν γενναίες στρατηγικές.
Ο Ιωάννης Βελισσαρίου γεννήθηκε στις 26 Νεομβρίου 1861 στο Πλοέστι της Ρουμανίας με καταγωγή από την Κύμη Ευβοίας και σπούδασε τρία χρόνια στο Γαλλικό Κολλέγιο της Αιγύπτου. Το 1880 επέστρεψε στην Ελλάδα και εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών, απ’ όπου το 1887 αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού.