Η απόφαση να θυσιασθεί κάποιος για το Έθνος – να γίνει δηλαδή Εθνομάρτυρας – δεν είναι καθόλου εύκολη. Απαιτεί πολύ καλή πνευματική κατάσταση, προκειμένου να μην προδώσει τα ιδανικά του και, χάριν αυτών, να είναι αποφασισμένος να θυσιάσει τα πάντα. Υπήρξαν περιπτώσεις Εθνομαρτύρων, που θυσιάστηκαν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους άλλους Έλληνες. Πολλές φορές, και το μαρτύριό τους φάνταζε τόσο σκληρό, τόσο αδιαπέραστο, ώστε να μην έχουν οι άλλοι το σθένος να τους συμπαρασταθούν. Γι’ αυτό, στάθηκαν μόνοι τους, εμπρός στον θάνατο. Παρ΄ όλα αυτά, κατόρθωσαν με την βοήθεια του Θεού να πέσουν ηρωικά.
Το παρακάτω ποίημα αφορά μία τέτοια περίπτωση Εθνομάρτυρος. Δεν αναφέρεται το όνομά του, ο χρόνος και ο ακριβής τόπος, όπου βρέθηκε, καθώς δεν έχουν και σημασία εμπρός στο μήνυμα, που το ποίημα αυτό φέρει.
Ο Νίκος Καπετανίδης γεννήθηκε το 1889 στη Ριζούντα του Πόντου και σπούδασε στο περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας[1], από το οποίο αποφοίτησε το 1905. Εργάστηκε στην τράπεζα των αδελφών Φωστηρόπουλων ενώ ταυτόχρονα ασχολούταν και με τη δημοσιογραφία.
Η Άγκυρα, είναι μια αρχαία Ελληνική πόλη, η οποία βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Μικράς Ασίας ανάμεσα στον Άλυ και τον Σαγγάριο ποταμό. Είναι σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα: Λυκαονία, Φρυγία, Βιθυνία, Παφλαγονία, Καππαδοκία, Αρμενία, Περσία, Συρία. Εντάσσεται στην επαρχία της αρχαίας Γαλατίας. Απ’ την Κωνσταντινούπολη απέχει 578 χλμ. κι απ’ τη Μαύρη θάλασσα 185 χλμ. Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, βέβαια, την κάνουν να είναι και σπουδαίο κέντρο εμπορικό. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σ’ ένα λόφο και περιβάλλεται απ’ το Ελμά νταγ (βουνό), το Μιρίν νταγ και το Μπογλήμ.
Η Σμύρνη είναι μία από τις σημαντικότερες Ελληνικές πόλεις, της αρχαίας και της Ελληνιστικής εποχής της Μικράς Ασίας, από την ίδρυσή της ως και τα νεώτερα χρόνια. Η ανάπτυξή της σε όλες τις εποχές οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, την ενδοχώρα και το λιμάνι της, παράγοντες που την ευνόησαν.
Στα βόρεια, της Φλώρινας και σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων βρίσκεται το Μοναστήρι. Η μητρόπολη της μεγάλης περιοχής της Πελαγονίας, με κωμοπόλεις και χωριά προπύργια άλλοτε του ελληνισμού.
Το Μοναστήρι, πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης και δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, έχει να επιδείξει σημαντική πολιτισμική δράση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών του 19ου αιώνα και κυρίως στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων το 1913, όταν επιδικάστηκε στη Σερβία, μένοντας έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Υπήρξαν στιγμές, που η Ελλάδα μας, βρέθηκε σε κίνδυνο και όλα φάνταζαν δυσοίωνα. Σε αυτές τις στιγμές, πάντα εμφανίζονταν γενναίοι και αγνοί Έλληνες, που φλογιζόταν η ψυχή τους από τις αιώνιες αξίες του Ελληνισμού: το Χριστό[1] και την Ελλάδα. Υπερασπίστηκαν ανιδιοτελώς την Πατρίδα[2] και αντιστάθηκαν δίχως φόβο στους εχθρούς της. Δεν υπολόγισαν τίποτε. Ούτε τα εγκόσμια, ούτε καν τον εαυτό τους.
Στις 2 Αυγούστου 1996, περίπου 200 μοτοσυκλετιστές από 12 ευρωπαϊκές χώρες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσυκλετιστών και οργάνωσαν μοτοπορεία από την πύλη του Βρανδεβούργου στο Βερολίνο ως την κατεχόμενη Κερύνεια, με αφορμή την 22η επέτειο από την τουρκική εισβολή στην Μεγαλόνησο. Στην πορεία συμμετείχε και αριθμός ξένων μοτοσικλετιστών από τρίτες χώρες. Στις 10 Αυγούστου, έχοντας διασχίσει την Ευρώπη, έφτασαν στην Κύπρο και ενώθηκαν με τους Κύπριους Έλληνες συναδέλφους τους στον Λευκόθεο, όπου θα γινόταν εκδήλωση πριν από την έναρξη της τελικής πορείας. Η Κυπριακή Ομοσπονδία Μοτοσυκλετιστών, όμως, κατόπιν διεθνών και εσωτερικών πιέσεων, αναγκάστηκε να ακυρώσει το σκέλος της διαμαρτυρίας εντός της Κύπρου και διοργάνωσε την κεντρική της εκδήλωση στο Μακάριο Στάδιο το πρωί της 11 Αυγούστου.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Την 1η Ιανουαρίου 1067 ο Ρωμανός Δ΄ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Το 1064, ως Δούκας της Σαρδικής (Σόφια)[3], απέκρουσε τις επιδρομές των Πετσενέγων[4], απωθώντας τους πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη) ενώ τιμήθηκε με τον τίτλο του Βεστάρχη[5]. Συνωμότησε για να απομακρύνει από την εξουσία τους αριστοκράτες του παλατιού, που τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη δραματική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ρωμανία. Όμως προδόθηκε και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Σύγκλητο να δικασθεί. Τελικά υπό το φόβο της λαϊκής εξέγερσης αν καταδικαζόταν, ο Ρωμανός Διογένης αθωώθηκε. Αργότερα νυμφεύθηκε την αυτοκράτορα Ευδοκία[6] και έγινε συναυτοκράτορας. Ήταν 1η Ιανουαρίου 1067 όταν ο Ρωμανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.
Ο Ιωάννης (Ίων) Δραγούμης γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου (π.η.)/14 Σεπτεμβρίου 1878 στην Αθήνα, με καταγωγή από το Βογατσικό της Καστοριάς, και ήταν το πέμπτο από τα έντεκα παιδιά του Στέφανου Δραγούμη[1] και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη.
Σπούδασε Νομικά στο Παρίσι και πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο ως δεκανέας. Μόλις τελείωσε τη στρατιωτική θητεία του, εργάστηκε ως διπλωμάτης.