Ο Άγιος και Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην Ναϊσσό της Άνω Μοισίας. Ήταν γιός του Κωνσταντίου Χλωρού, από την Μοισία της Θράκης και της Ελένης, κόρης πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.
Δίκαια η Ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτόν τον μεγάλο Άγιο και Εθνάρχη, παραθέτω αυτό το ποίημά μου:
Η Σαμψούντα είναι αρχαία Ελληνική πόλη και λιμένας, στη νότια ακτή του Ευξείνου Πόντου. Ιδρύθηκε στα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ. από την Ιωνική Μίλητο με το όνομα Αμισός. Την εποχή του Περικλή, εποικίστηκε από Αθηναίους και πήρε το όνομα Πειραιάς, όνομα που το διατήρησε, μέχρι τη συντριβή του στόλου των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες το 404 π. Χ. Το 387 π. Χ. δόθηκε στους Πέρσες, με βάση τη συνθήκη της Ανταλκίδειας ειρήνης[1] μέχρι που απελευθερώθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο. Τον 3ο αιώνα π.Χ. επανήλθε σε Ελληνικά χέρια (σε εντόπιους βασιλιάδες του Πόντου) και τελικά σε Ρωμαϊκά.
Στις 9 Μαΐου 1956, με αφορμή την επικείμενη εκτέλεση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Καραολή[1] και Ανδρέα Δημητρίου[2], οργανώθηκε από την Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ) πάνδημο συλλαλητήριο στην πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα. Ανάμεσα στους διαδηλωτές βρίσκονταν ο Ευάγγελος Γεροντής, ο Ιωάννης Κωνσταντόπουλος και ο Φραγκίσκος Νικολάου.
Το μαρτύριο ενός ήρωα για την Πατρίδα, αποτελεί στιγμή θρήνου και δοκιμασίας για όλο το Έθνος, διότι αυτό είναι που διώκεται στο πρόσωπό του. Παράλληλα, είναι ιερή ώρα, διότι αυτός θυσιάζεται, προσφέρει δηλαδή τον εαυτό του στο βωμό της Πατρίδος και σταδιακά βαδίζει προς την αθανασία. Τέλος, αποτελεί και εθνικό σάλπισμα, που εγείρει την εθνική συνείδηση και καλεί όλους τους Έλληνες σε εγρήγορση.
Το παρακάτω ποίημα αναφέρεται στα συναισθήματα των Ελλήνων, απέναντι στους μαρτυρούντες ομοεθνείς τους, τους οποίους συμπονούν με τον τρόπο τους. Η θλίψη τους αυτή, όμως, αντί να σβήσει το Εθνικό τους φρόνημα, το αναζωπυρώνει, καθώς μετατρέπεται σε αγανάκτηση κατά των πολεμίων- ανθελλήνων, και ισχυροποιεί την τάση για μίμηση των ηρώων αυτών, από τους οποίους κάποιοι εμπνέονται και όλοι μαζί εξυψώνουν το Έθνος.
Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος θα μπορούσε να αποκληθεί, ως Μιλτιάδης του Καλπακίου. Ο αντιστράτηγος Κατσιμήτρος μεγαλούργησε στο Έπος του 1940 και στη συνέχεια συκοφαντήθηκε και φυλακίστηκε, όπως και ο μεγάλος Μαραθωνομάχος στρατηγός Μιλτιάδης.
Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος θα μπορούσε να αποκληθεί, ως Μιλτιάδης του Καλπακίου. Ο αντιστράτηγος Κατσιμήτρος μεγαλούργησε στο Έπος του 1940 και στη συνέχεια συκοφαντήθηκε και φυλακίστηκε, όπως και ο μεγάλος Μαραθωνομάχος στρατηγός Μιλτιάδης.
Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος γεννήθηκε στο χωριό Κλειτσός της Ευρυτανίας στις 1 Ιανουαρίου 1886. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος και η Βασιλική Κατσιμήτρου, αγρότες και κτηνοτρόφοι στο χωριό Κλειτσός του νομού Ευρυτανίας. Είχε έναν αδελφό, τον ιερέα Νικόλαο και δύο αδελφές, την Ανδρομάχη και την Καλλιόπη.
Το 1904 ο Χαράλαμπος κατετάγη, ως εθελοντής στον Ελληνικό στρατό. Το 1911 εισήλθε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπασπιστή του Πυροβολικού, το Σεπτέμβριο του 1912.
Δρ. Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος Νομικός-Διεθνολόγος καθηγητής στρατιωτικών σχολών
Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα έχει απασχολήσει εκτενώς την ελληνική βιβλιογραφία, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Πολλοί έχουν γράψει αξιόλογα βιβλία και μελέτες, βασισμένες σε πλήθος πηγών και μαρτυριών. Εντούτοις, έως σήμερα, ο αδούλωτος ελληνισμός της βορείου Ηπείρου αναζητάει τη δικαίωσή του από τους ισχυρούς της γης, οι οποίοι του στέρησαν το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, το θέμα της εθνικής αυτοδιαθέσεως των αδελφών μας της βορ. Ηπείρου δεν βρίσκεται στην επικαιρότητα.
Ο Ηράκλειος αποκαλείται Μέγας Αλέξανδρος της Ρωμανίας γιατί, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος συνέτριψε το πρώτο οργανωμένο Περσικό κράτος των Αχαιμενιδών, έτσι και ο Ηράκλειος συνέτριψε το δεύτερο Περσικό κράτος των Σασσανιδών. (Μάνος Ν. Χατζηδάκης, Ιστορικός Ερευνητής- Συγγραφέας)
Ο Ηράκλειος γεννήθηκε, ως ένα από τα τρία παιδιά του Ηρακλείου και της Επιφανείας, στην Καππαδοκία το 575. Τα άλλα δύο αδέλφια του ονομάζονταν Θεόδωρος και Μαρία. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός και προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Μαυρικίου[1] και ήταν Έξαρχος της Βόρειας Αφρικής, με έδρα την Καρχηδόνα το 600.