Ο Μαυρίκιος Τιβέριος γεννήθηκε στην Αραβησσό της Καππαδοκίας το 539. Ήταν γιός του Έλληνα συγκλητικού Παύλου. Κατετάχθη στον στρατό της Ρωμανίας και ανήλθε στις υψηλές θέσεις της ιεραρχίας, σε σημείο ώστε να χρισθεί διάδοχος του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου.
Ο Μαυρίκιος Τιβέριος γεννήθηκε στην Αραβησσό της Καππαδοκίας το 539. Ήταν γιός του Έλληνα συγκλητικού Παύλου. Κατετάχθη στον στρατό της Ρωμανίας και ανήλθε στις υψηλές θέσεις της ιεραρχίας, σε σημείο ώστε να χρισθεί διάδοχος του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου.
Στα τέλη του 577, ο Μαυρίκιος, παρά την έλλειψη στρατιωτικής εμπειρίας, διορίστηκε Μάγιστρος του Στρατού[1] Ανατολής (Μagister Μilitum Orientem) στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διαδεχόμενος τον στρατηγό του Ιουστινιανού και το ίδιο χρονικό διάστημα έγινε Πατρίκιος. Το 581 νίκησε τους Πέρσες σε μια αποφασιστικής σημασίας μάχη. Κατόπιν αυτού ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄ Κωνσταντίνος[2] πάντρεψε την κόρη του Κωνσταντία με τον Μαυρίκιο, ο οποίος έγινε διάδοχος του θρόνου. Το 582 μετά τον θάνατο του Τιβερίου, ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Την 1η Ιανουαρίου 1067 ο Ρωμανός Δ΄ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Το 1064, ως Δούκας της Σαρδικής (Σόφια)[3], απέκρουσε τις επιδρομές των Πετσενέγων[4], απωθώντας τους πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη) ενώ τιμήθηκε με τον τίτλο του Βεστάρχη[5]. Συνωμότησε για να απομακρύνει από την εξουσία τους αριστοκράτες του παλατιού, που τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη δραματική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ρωμανία. Όμως προδόθηκε και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Σύγκλητο να δικασθεί. Τελικά υπό το φόβο της λαϊκής εξέγερσης αν καταδικαζόταν, ο Ρωμανός Διογένης αθωώθηκε. Αργότερα νυμφεύθηκε την αυτοκράτορα Ευδοκία[6] και έγινε συναυτοκράτορας. Ήταν 1η Ιανουαρίου 1067 όταν ο Ρωμανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.
29η Μαΐου 1453, «Εάλω η Πόλις!». Το θλιβερότερο γεγονός σε όλη την Ιστορία των Ελλήνων. Η Πρώτη πόλη της Ορθοδοξίας μας, της Ρωμανίας μας, της Ελλάδας μας σκλαβώθηκε! Από τότε παλεύει να λευτερωθεί. Από τότε προσμένει την ημέρα, να ξανανοίξει τα φτερά του στον ουρανό Της, ο δικέφαλος αετός της Ρωμιοσύνης.
Παραθέτω ένα ποίημα που έγραψα για την Πόλη των πόλεων, την Πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας, της Ρωμανίας, της Ελλάδας:
Ο Άγιος και Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην Ναϊσσό της Άνω Μοισίας. Ήταν γιός του Κωνσταντίου Χλωρού, από την Μοισία της Θράκης και της Ελένης, κόρης πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.
Δίκαια η Ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτόν τον μεγάλο Άγιο και Εθνάρχη, παραθέτω αυτό το ποίημά μου:
O Αλέξιος Ε΄ Δούκας εγεννήθη το 1140[1] και ήταν γιος του Σεβαστοκράτορος Ισαακίου Δούκα[2]. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, «είλκε το γένος εξ ενός των αρχαίων της στρατιωτικής αριστοκρατίας οίκων και είχεν άπαντα τα συνήθη αυτών προτερήματα και τα συνήθη ελαττώματα.»[3] Ο ίδιος έφερε το παρωνύμιο Μούρτζουφλος, για το οποίο υπάρχουν διάφορες εκδοχές[4]. Πιθανότερη είναι η εκδοχή ότι λεγόταν έτσι λόγω των σμιχτών φρυδιών που σκίαζαν τα μάτια του[5].
Σύμφωνα με τον Χωνιάτη, ήταν «σοφισματίας ών τό ήθος και τον τρόπον φρονηματίας» δηλαδή εξαιρετικά έξυπνος και θρασύς[6]. Επίσης, «ήτο ανήρ γενναίος, πλούσιος, πονηρός και αγαπητός παρά τω λαώ.»[7] Ως προς την προσωπική του ζωή, είχε νυμφευθεί δύο φορές[8], αλλά είχε χωρίσει και τις δύο του συζύγους[9], λόγω του έρωτά του προς την Ευδοκία Αγγελίνα[10], κόρη του μετέπειτα αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου.
Ο Ηράκλειος αποκαλείται Μέγας Αλέξανδρος της Ρωμανίας γιατί, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος συνέτριψε το πρώτο οργανωμένο Περσικό κράτος των Αχαιμενιδών, έτσι και ο Ηράκλειος συνέτριψε το δεύτερο Περσικό κράτος των Σασσανιδών. (Μάνος Χατζηδάκης, Ιστορικός- Ερευνητής)
Ο Ηράκλειος γεννήθηκε, ως ένα από τα τρία παιδιά του Ηρακλείου και της Επιφανείας, στην Καππαδοκία το 575. Τα άλλα δύο αδέλφια του ονομάζονταν Θεόδωρος και Μαρία. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός και προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Μαυρικίου[1] και ήταν Έξαρχος της Βόρειας Αφρικής, με έδρα την Καρχηδόνα το 600.
Ο Ηράκλειος αποκαλείται Μέγας Αλέξανδρος της Ρωμανίας γιατί, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος συνέτριψε το πρώτο οργανωμένο Περσικό κράτος των Αχαιμενιδών, έτσι και ο Ηράκλειος συνέτριψε το δεύτερο Περσικό κράτος των Σασσανιδών. (Μάνος Ν. Χατζηδάκης, Ιστορικός Ερευνητής- Συγγραφέας)
Είχε πει κάποτε ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Ανέγνωσα τον βίον του Σκεντέρμπεη, εσυλλογούμουν τα έργα του…»
Σήμερα θα σας παρουσιάσω την μικρή μου μελέτη, για έναν μεγάλο Έλληνα. Έναν Μεγάλο Στρατηγό. Έναν συνεχιστή της ιστορίας της Ρωμανίας. Έναν πρόγονο και εμπνευστή των αγωνιστών ενός μεγάλου θαύματος. Του θαύματος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Τον Γεώργιο Καστριώτη ή «Σκεντέρμπεη».