O Παύλος Μελάς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ήλιος της Μακεδονίας μας, καθώς όπως ο ήλιος φωτίζει και αφυπνίζει τη φύση, έτσι και αυτός, επέδρασε καταλυτικά, στις ψυχές των Μακεδόνων, αλλά και όλων των Ελλήνων, τον πόθο της επανένωσης, όλων των αγιασμένων βορείων τμημάτων μας, με την μητέρα Ελλάδα.
O Παύλος Μελάς, γεννήθηκε στην Μασσαλία της Γαλλίας στις 19 Μαρτίου 1870. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του πλούσιου εμπόρου Μιχαήλ Μελά και της Κεφαλλονίτισσας Ελένης Βουτσινά. Η οικογένεια των Μελάδων είχε ρίζες, που έφθαναν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου, επί Ρωμανίας, τα μέλη της ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι[1]. Το αρχικό επώνυμο της οικογένειας λέγεται ότι ήταν «Στρατηγόπουλος»[2], το οποίο άλλαξε σε «Μέλας»[3] και κατόπιν σε «Μελανιάς»[4] για να καταλήξει σε «Μελάς»[5]. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Μελάδες έμεναν στο Κάστρο των Ιωαννίνων, αλλά, μετά την καταστολή της επανάστασης του Διονυσίου του Φιλοσόφου, διασκορπίστηκαν στην Ρωσία, στην δυτική Ευρώπη και σε άλλες περιοχές της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Εθνάρχης, αισυμνήτης[1] και «άγιος» της πολιτικής Ιωάννης Καποδίστριας αποτελεί το πρότυπο του πολιτικού της μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Ελλάδας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε 31 Ιανουαρίου 1776 (π.ημ.) /10 Φεβρουαρίου 1777 στη Κέρκυρα και ήταν το έκτο από τα δέκα παιδιά του Αντωνίου – Μαρία Καποδίστρια και της Αδαμαντίας Γονέμη, από αριστοκρατική οικογένεια της Λεμεσού της Κύπρου. Στα 1795 – 1797 σπούδασε Ιατρική, Νομική και Φιλοσοφία στον Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και το 1809, πήγε στην Ρωσία, όπου έγινε υπουργός Εξωτερικών.
Η απόφαση να θυσιασθεί κάποιος για το Έθνος – να γίνει δηλαδή Εθνομάρτυρας – δεν είναι καθόλου εύκολη. Απαιτεί πολύ καλή πνευματική κατάσταση, προκειμένου να μην προδώσει τα ιδανικά του και, χάριν αυτών, να είναι αποφασισμένος να θυσιάσει τα πάντα. Υπήρξαν περιπτώσεις Εθνομαρτύρων, που θυσιάστηκαν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους άλλους Έλληνες. Πολλές φορές, και το μαρτύριό τους φάνταζε τόσο σκληρό, τόσο αδιαπέραστο, ώστε να μην έχουν οι άλλοι το σθένος να τους συμπαρασταθούν. Γι’ αυτό, στάθηκαν μόνοι τους, εμπρός στον θάνατο. Παρ΄ όλα αυτά, κατόρθωσαν με την βοήθεια του Θεού να πέσουν ηρωικά.
Το παρακάτω ποίημα αφορά μία τέτοια περίπτωση Εθνομάρτυρος. Δεν αναφέρεται το όνομά του, ο χρόνος και ο ακριβής τόπος, όπου βρέθηκε, καθώς δεν έχουν και σημασία εμπρός στο μήνυμα, που το ποίημα αυτό φέρει.
Ο Νίκος Καπετανίδης γεννήθηκε το 1889 στη Ριζούντα του Πόντου και σπούδασε στο περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας[1], από το οποίο αποφοίτησε το 1905. Εργάστηκε στην τράπεζα των αδελφών Φωστηρόπουλων ενώ ταυτόχρονα ασχολούταν και με τη δημοσιογραφία.
Η Άγκυρα, είναι μια αρχαία Ελληνική πόλη, η οποία βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Μικράς Ασίας ανάμεσα στον Άλυ και τον Σαγγάριο ποταμό. Είναι σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα: Λυκαονία, Φρυγία, Βιθυνία, Παφλαγονία, Καππαδοκία, Αρμενία, Περσία, Συρία. Εντάσσεται στην επαρχία της αρχαίας Γαλατίας. Απ’ την Κωνσταντινούπολη απέχει 578 χλμ. κι απ’ τη Μαύρη θάλασσα 185 χλμ. Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, βέβαια, την κάνουν να είναι και σπουδαίο κέντρο εμπορικό. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σ’ ένα λόφο και περιβάλλεται απ’ το Ελμά νταγ (βουνό), το Μιρίν νταγ και το Μπογλήμ.
Η Σμύρνη είναι μία από τις σημαντικότερες Ελληνικές πόλεις, της αρχαίας και της Ελληνιστικής εποχής της Μικράς Ασίας, από την ίδρυσή της ως και τα νεώτερα χρόνια. Η ανάπτυξή της σε όλες τις εποχές οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, την ενδοχώρα και το λιμάνι της, παράγοντες που την ευνόησαν.
Στην πορεία της Ιστορίας μας, πολλοί αγνοί Έλληνες, χάριν του Χριστού και της Ελλάδος, επέλεξαν τον δύσβατο και πολλές φορές απέραντο δρόμο του μαρτυρίου.
Αντιμετώπισαν πολλές κακουχίες και θλίψεις, που επεχείρησαν να τους καταρρακώσουν το ηθικό, να τους κάνουν να αμφιβάλλουν για την αξία του αγώνα τους, ή ακόμη και να τους ωθήσουν στην φυγομαχία. Ωστόσο, εκείνοι κατόρθωσαν, συν Θεώ, να παραμείνουν πιστοί στις αξίες τους και σταθεροί στην απόφασή τους να σηκώσουν μέχρι τέλους τον σταυρό του μαρτυρίου. Εν τέλει, έπεσαν ηρωικά.
Η Κύπρος από αρχαιοτάτων χρόνων είναι Ελλάδα και στην Ελλάδα ανήκει. Δεν άλλαξε ποτέ τον Ελληνικό της χαρακτήρα, παρ’ όλους τους κατακτητές που πέρασε. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, το νησί παραμένει εκτός του εθνικού κορμού, με το βόρειο μέρος του να είναι υπό τουρκική κατοχή από το 1974.
Το ποίημα αυτό αναφέρεται στο χρέος που μας άφησαν οι ήρωες του 1974, Κύπριοι και Ελλαδίτες, πολεμιστές της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και της Εθνικής Φρουράς που πολέμησαν και έπεσαν γενναία, προκειμένου να αποκρούσουν τον Τουρκικό Στρατό. Μας καλούν από τους τάφους τους να συνεχίσουμε τον αγώνα τους, ώσπου να έλθει η τελική δικαίωση, που δεν είναι άλλη από την απελευθέρωση και την Ένωση της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα. Αυτό το χρέος ενσαρκώνεται στην προσταγή της ψυχής του Γεωργίου Γρίβα, του θρυλικού Διγενή της Ε.Ο.Κ.Α., ο οποίος εμφανίζεται να μας καλεί να αγωνιστούμε για την Κύπρο, όπως αγωνίστηκε αυτός, αλλά και εκείνοι οι ήρωες.
Στις 2 Αυγούστου 1996, περίπου 200 μοτοσυκλετιστές από 12 ευρωπαϊκές χώρες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσυκλετιστών και οργάνωσαν μοτοπορεία από την πύλη του Βρανδεβούργου στο Βερολίνο ως την κατεχόμενη Κερύνεια, με αφορμή την 22η επέτειο από την τουρκική εισβολή στην Μεγαλόνησο. Στην πορεία συμμετείχε και αριθμός ξένων μοτοσικλετιστών από τρίτες χώρες. Στις 10 Αυγούστου, έχοντας διασχίσει την Ευρώπη, έφτασαν στην Κύπρο και ενώθηκαν με τους Κύπριους Έλληνες συναδέλφους τους στον Λευκόθεο, όπου θα γινόταν εκδήλωση πριν από την έναρξη της τελικής πορείας. Η Κυπριακή Ομοσπονδία Μοτοσυκλετιστών, όμως, κατόπιν διεθνών και εσωτερικών πιέσεων, αναγκάστηκε να ακυρώσει το σκέλος της διαμαρτυρίας εντός της Κύπρου και διοργάνωσε την κεντρική της εκδήλωση στο Μακάριο Στάδιο το πρωί της 11 Αυγούστου.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Το 1064, ως Δούκας της Σαρδικής (Σόφια)[3], απέκρουσε τις επιδρομές των Πετσενέγων[4], απωθώντας τους πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη) ενώ τιμήθηκε με τον τίτλο του Βεστάρχη[5]. Συνωμότησε για να απομακρύνει από την εξουσία τους αριστοκράτες του παλατιού, που τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη δραματική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Ρωμανία. Όμως προδόθηκε και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη Σύγκλητο να δικασθεί. Τελικά υπό το φόβο της λαϊκής εξέγερσης αν καταδικαζόταν, ο Ρωμανός Διογένης αθωώθηκε. Αργότερα νυμφεύθηκε την αυτοκράτορα Ευδοκία[6] και έγινε συναυτοκράτορας. Ήταν 1η Ιανουαρίου 1067 όταν ο Ρωμανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.