Ο Μαυρίκιος Τιβέριος γεννήθηκε στην Αραβησσό της Καππαδοκίας το 539. Ήταν γιός του Έλληνα συγκλητικού Παύλου. Κατετάχθη στον στρατό της Ρωμανίας και ανήλθε στις υψηλές θέσεις της ιεραρχίας, σε σημείο ώστε να χρισθεί διάδοχος του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου.
Ο Μαυρίκιος Τιβέριος γεννήθηκε στην Αραβησσό της Καππαδοκίας το 539. Ήταν γιός του Έλληνα συγκλητικού Παύλου. Κατετάχθη στον στρατό της Ρωμανίας και ανήλθε στις υψηλές θέσεις της ιεραρχίας, σε σημείο ώστε να χρισθεί διάδοχος του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου.
Στα τέλη του 577, ο Μαυρίκιος, παρά την έλλειψη στρατιωτικής εμπειρίας, διορίστηκε Μάγιστρος του Στρατού[1] Ανατολής (Μagister Μilitum Orientem) στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διαδεχόμενος τον στρατηγό του Ιουστινιανού και το ίδιο χρονικό διάστημα έγινε Πατρίκιος. Το 581 νίκησε τους Πέρσες σε μια αποφασιστικής σημασίας μάχη. Κατόπιν αυτού ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄ Κωνσταντίνος[2] πάντρεψε την κόρη του Κωνσταντία με τον Μαυρίκιο, ο οποίος έγινε διάδοχος του θρόνου. Το 582 μετά τον θάνατο του Τιβερίου, ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ.
Στα βόρεια, της Φλώρινας και σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων βρίσκεται, από τα αρχαία χρόνια, η ελληνική πόλη Μοναστήρι (αρχ. Ηράκλεια). Η μητρόπολη της μεγάλης περιοχής της Πελαγονίας, με κωμοπόλεις και χωριά προπύργια άλλοτε του ελληνισμού. Η πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης και δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, έχει να επιδείξει σημαντική πολιτισμική δράση από τα αρχαία χρόνια μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αι., όταν οριστικά επιδικάστηκε στη Σερβία, μένοντας έξω από τα σύνορα του Ελληνικού κράτους.
Ιστοσελίδα που καταγράφει Μακεδονομάχους που συμμετείχαν με κάθε ιδιότητα σε αυτόν τον ιερό αγώνα, και που καταγράφηκαν μέσα από μαρτυρίες, βιβλία και έγκυρες ιστοσελίδες.
Έχει τεράστια αξία να θυμόμαστε τους Αγωνιστές, τους Ήρωες και βέβαια πολύ περισσότερο τους Εθνομάρτυρες, που πολέμησαν για την Ελλάδα μας. Ακόμη μεγαλύτερη αξία έχει βέβαια, να ακολουθούμε το παράδειγμά τους, γιατί όπως ισχύει το «Μνήμη Αγίου, μίμηση Αγίου», έτσι ισχύει και το «Μνήμη Ήρωα, μίμηση Ήρωα». Ίσως αν δεν υπήρχαν αυτοί, η Ελλάδα μας να μην υπήρχε.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα, με καταγωγή από τις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του στρατιωτικού Λεωνίδα Παπάγου και της Μαρίας Αβέρωφ. Σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη συνέχεια στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών του Βελγίου και μετεκπαιδεύτηκε στη Σχολή Ιππικού του Ύπρ. Στις 15 Ιουλίου 1906 γύρισε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό ως ανθυπίλαρχος.
Ο Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα, με καταγωγή από τις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας στις 9 Δεκεμβρίου 1883. Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του στρατιωτικού Λεωνίδα Παπάγου και της Μαρίας Αβέρωφ. Σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη συνέχεια στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών του Βελγίου και μετεκπαιδεύτηκε στη Σχολή Ιππικού του Ύπρ. Στις 15 Ιουλίου 1906 γύρισε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό ως ανθυπίλαρχος.
Η Αττάλεια είναι αρχαία Ελληνική πόλη της επαρχίας Παμφυλίας[1] (Μικράς Ασίας) που ιδρύθηκε το 158 π. Χ. από τον Άτταλο τον Φιλάδελφο[2], βασιλιά της Περγάμου[3]. Στα αρχαία και ρωμαϊκά χρόνια ήταν σπουδαίο λιμάνι από εμπορική και στρατιωτική άποψη.
Στα βόρεια, της Φλώρινας και σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων βρίσκεται το Μοναστήρι. Η μητρόπολη της μεγάλης περιοχής της Πελαγονίας, με κωμοπόλεις και χωριά προπύργια άλλοτε του ελληνισμού.
Το Μοναστήρι, πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης και δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, έχει να επιδείξει σημαντική πολιτισμική δράση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών του 19ου αιώνα και κυρίως στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων το 1913, όταν επιδικάστηκε στη Σερβία, μένοντας έξω από τα ελληνικά σύνορα.
Υπήρξαν στιγμές, που η Ελλάδα μας, βρέθηκε σε κίνδυνο και όλα φάνταζαν δυσοίωνα. Σε αυτές τις στιγμές, πάντα εμφανίζονταν γενναίοι και αγνοί Έλληνες, που φλογιζόταν η ψυχή τους από τις αιώνιες αξίες του Ελληνισμού: το Χριστό[1] και την Ελλάδα. Υπερασπίστηκαν ανιδιοτελώς την Πατρίδα[2] και αντιστάθηκαν δίχως φόβο στους εχθρούς της. Δεν υπολόγισαν τίποτε. Ούτε τα εγκόσμια, ούτε καν τον εαυτό τους.
Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε το 1023 και καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης[1] και η μητέρα του ήταν ανιψιά του αυτοκράτορος Ρωμανού Γ’ του Αργυρού[2]. Την 1η Ιανουαρίου 1067 ο Ρωμανός Δ΄ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ρωμανίας. Αμέσως άρχισε το έργο της ανόρθωσής της. Το μεγαλύτερο βάρος το έδωσε στην αναδιοργάνωση του στρατού.