Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, ουκ ολίγες φορές, μας γεννάται το ερώτημα: «γιατί δεν υπάρχει ένας άξιος ηγέτης, ένας εθνάρχης, με όλα τα ανάλογα προσόντα, να αναδείξει, να αναστήσει και πάλι την Ελλάδα μας;»
Ταυτόχρονα, ένα φοβερό- οικτρό φαινόμενο, λαμβάνει χώρα στην Πατρίδα μας. Δεν είναι άλλο από το φαινόμενο των εκτρώσεων. Σύμφωνα με τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης πραγματοποιούνται 300.000 αμβλώσεις στην Ελλάδα κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια των οποίων δολοφονούνται, ως ανεπιθύμητα, βρέφη- άνθρωποι χωρίς να έχουν προλάβει να δουν το φως του ήλιου.
Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος θεωρείται ο «Πρώτος Μακεδονομάχος», αφού είναι ο πρώτος που διέσωσε την Ελληνικότητα της Μακεδονίας από την βουλγαροσλαβική απειλή. (Μάνος Ν. Χατζηδάκης, Ιστορικός Ερευνητής- Συγγραφέας)
Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος θεωρείται ο «Πρώτος Μακεδονομάχος», αφού είναι ο πρώτος που διέσωσε την Ελληνικότητα της Μακεδονίας από την βουλγαροσλαβική απειλή. (Μάνος Ν. Χατζηδάκης, Ιστορικός Ερευνητής- Συγγραφέας)
Ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄, ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, γεννήθηκε το 958 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορος της Ρωμανίας Ρωμανού Β΄[1] και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς[2]. Ο πατέρας του απεβίωσε στις 15 Μαρτίου 963 και εκείνος εστέφθη Συναυτοκράτωρ μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Κωνσταντίνο. Λόγω του γεγονότος ότι ήτο ακόμη ανήλικος, επιτροπεύθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά[3] και μετά τον θάνατο του τελευταίου, από τον Ιωάννη Τσιμισκή[4].
Ο Άγιος Νικηφόρος Φωκάς γεννήθηκε στην Καππαδοκία, ως γιός του Βάρδα Φωκά[1] το 919. Το 955, διορίσθηκε δομέστικος[2] της Ανατολής από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο[3]. Ο Νικηφόρος είχε νυμφευθεί σε νεαρή ηλικία τη Στεφανώ, με την οποία απέκτησε ένα αγόρι, τον Βάρδα Φωκά. Μητέρα και γιος όμως πέθαναν νωρίς.
Ο Άγιος Νικηφόρος Φωκάς γεννήθηκε στην Καππαδοκία, ως γιός του Βάρδα Φωκά[1] το 919. Το 955, διορίσθηκε δομέστικος[2] της Ανατολής από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο[3]. Ο Νικηφόρος είχε νυμφευθεί σε νεαρή ηλικία τη Στεφανώ, με την οποία απέκτησε ένα αγόρι, τον Βάρδα Φωκά. Μητέρα και γιος όμως πέθαναν νωρίς.
Το έτος 1974 επιτελέσθηκε ένα έγκλημα, μια αδικία που βαραίνει τον νου και την ψυχή όλων των Ελλήνων απανταχού της γης: η εισβολή των Τούρκων στην Ελληνικότατη Κύπρο μας.
Από τα πανάρχαια χρόνια, η Κύπρος υπήρξε Ελληνική, παρ’ όλους τους κατακτητές που πέρασε, από τους Πέρσες, μέχρι και τους Τούρκους. Το 1878, με την συνθήκη του Βερολίνου, παραχωρήθηκε στους Άγγλους. Ωστόσο, οι Έλληνες της Κύπρου δεν έπαυσαν να ποθούν την απελευθέρωση και την Ένωση της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα. Γι’ αυτό, την 1η Απριλίου 1955, εξεγέρθηκαν εναντίον των Άγγλων. Η κίνηση αυτή πραγματοποιήθηκε με την έγκριση του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδος, στρατάρχου Αλέξανδρου Παπάγου και υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα – Διγενή, αρχηγού της Εθνικής Οργανώσεως Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.).
Ο Μαυρίκιος Τιβέριος γεννήθηκε στην Αραβησσό της Καππαδοκίας το 539. Ήταν γιός του Έλληνα συγκλητικού Παύλου. Κατετάχθη στον στρατό της Ρωμανίας και ανήλθε στις υψηλές θέσεις της ιεραρχίας, σε σημείο ώστε να χρισθεί διάδοχος του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου.
Ο Μαυρίκιος Τιβέριος γεννήθηκε στην Αραβησσό της Καππαδοκίας το 539. Ήταν γιός του Έλληνα συγκλητικού Παύλου. Κατετάχθη στον στρατό της Ρωμανίας και ανήλθε στις υψηλές θέσεις της ιεραρχίας, σε σημείο ώστε να χρισθεί διάδοχος του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου.
Στα τέλη του 577, ο Μαυρίκιος, παρά την έλλειψη στρατιωτικής εμπειρίας, διορίστηκε Μάγιστρος του Στρατού[1] Ανατολής (Μagister Μilitum Orientem) στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διαδεχόμενος τον στρατηγό του Ιουστινιανού και το ίδιο χρονικό διάστημα έγινε Πατρίκιος. Το 581 νίκησε τους Πέρσες σε μια αποφασιστικής σημασίας μάχη. Κατόπιν αυτού ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄ Κωνσταντίνος[2] πάντρεψε την κόρη του Κωνσταντία με τον Μαυρίκιο, ο οποίος έγινε διάδοχος του θρόνου. Το 582 μετά τον θάνατο του Τιβερίου, ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ.
Στα βόρεια, της Φλώρινας και σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων βρίσκεται, από τα αρχαία χρόνια, η ελληνική πόλη Μοναστήρι (αρχ. Ηράκλεια). Η μητρόπολη της μεγάλης περιοχής της Πελαγονίας, με κωμοπόλεις και χωριά προπύργια άλλοτε του ελληνισμού. Η πρωτεύουσα του ομώνυμου Βιλαετίου στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης και δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, έχει να επιδείξει σημαντική πολιτισμική δράση από τα αρχαία χρόνια μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ού αι., όταν οριστικά επιδικάστηκε στη Σερβία, μένοντας έξω από τα σύνορα του Ελληνικού κράτους.